ἐπιρρευματισμός

ἐπιρρευματισμός
ἐπιρρευματισμός
flow
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιρρευματισμός — ἐπιρρευματισμός, ὁ (AM) ρεύμα, συρροή κακοχυμίας (νοσηρών χυμών) σ’ ένα τραύμα …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρρευματισμόν — ἐπιρρευματισμός flow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”